-
1 μηχανημα
2) ловушка, западня(λαβεῖν τινα μηχανήματι Aesch.)
-
2 μηχάνημα
τό1) механизм, устройство, приспособление; прибор, аппарат; машина; 2) πλ. оборудование, техника;γεωργικά (οδοποιητικά) μηχάνήματα — сельскохозяйственная (дорожная) техника
-
3 μηχάνημα
[миханима] ουσ ο механизм, устройство, приспособление. -
4 αιολος
1) проворный, подвижный(οἶστρος, σφῆκες, εὐλαί, ὄφις Hom.)
χορείαν αἰόλαν φθέγξασθαι Arph. — с песнями закружиться в быстром хороводе;πόδας αἰ. ἵππος Hom. — резвоногий конь2) переливчатый, пятнистый, пестрый(οστρακον HH.; δράκων Soph.)
αἰόλα σάρξ Soph. — тело, испещренное следами язв;αἰόλα νύξ Soph. — звездная ночь3) переменчивый, многообразный(ἡμέραι Arst.; ἀνθρώπων κακά Aesch.)
συρίγγων αἰόλαι ἰαχαί Eur. — переливчатые звуки сиринг4) хитроумный(ψεῦδος Pind.; μηχάνημα Σφιγγός ap. Plut.)
-
5 πολυσπαστος
-
6 διύλιση
[-ις (-εως)] η1) фильтрация, процеживание; очистка (жидкости); перегонка, очистка (нефти);μηχάνημα διύλίσεως — перегонный аппарат;
2) внимательное рассмотрение, проверка -
7 εκρηκτικός
-
8 ελεγκτικός
-
9 εξαγωγικός
η, ό[ν]1) экспортный, относящийся к экспорту;εξαγωγικός δασμός — пошлины на вывозимые товары;
2) вынимающий, извлекающий;εξαγωγικό μηχάνημα — экстрактор
-
10 (ε)ξετάζω
μετ.1) рассматривать;(ε)ξετάζω την αίτηση (τό ζήτημα) — рассматривать заявление (вопрос);
2) осматривать; проверять, контролировать; испытывать; обследовать, анализировать, исследовать;(ε)ξετάζω τον άρρωστο — осматривать больного;
(ε)ξετάζω τό μηχάνημα — испытывать механизм;
(ε)ξετάζω την κατάσταση — анализировать положение;
(ε)ξετάζω από τα νύχια ως την κορ(υ)φή — осматривать с ног до головы;
3) допрашивать; расследовать;(ε)ξετάζω τούς μάρτυρες — допрашивать свидетелей;
4) расспрашивать, выспрашивать;(ε)ξετάζω τίς διαθέσεις τίνος — выведывать чьй-л. намерения;
5) экзаменовать, проверять;(ε)ξετάζω στα μαθηματικά — экзаменовать по математике
-
11 καταδυτικός
η, ό[ν] водолазный;καταδυτικό μηχάνημα — водолазный костюм
-
12 κραδαστικός
η, ό[ν] вибрационный;κραδαστικόν μηχάνημα — вибрационный аппарат
-
13 λιθοθρυπτικός
η, ό[ν] мед. камнедробильный;λιθοθρυπτικό μηχάνημα — камнедробитель
-
14 (ε)ξετάζω
μετ.1) рассматривать;(ε)ξετάζω την αίτηση (τό ζήτημα) — рассматривать заявление (вопрос);
2) осматривать; проверять, контролировать; испытывать; обследовать, анализировать, исследовать;(ε)ξετάζω τον άρρωστο — осматривать больного;
(ε)ξετάζω τό μηχάνημα — испытывать механизм;
(ε)ξετάζω την κατάσταση — анализировать положение;
(ε)ξετάζω από τα νύχια ως την κορ(υ)φή — осматривать с ног до головы;
3) допрашивать; расследовать;(ε)ξετάζω τούς μάρτυρες — допрашивать свидетелей;
4) расспрашивать, выспрашивать;(ε)ξετάζω τίς διαθέσεις τίνος — выведывать чьй-л. намерения;
5) экзаменовать, проверять;(ε)ξετάζω στα μαθηματικά — экзаменовать по математике
-
15 προβολή
η1) выставление, выдвижение;προβολή του ποδός — спорт, выпад;
2) проекция;τό μηχάνημα προβολής — проекционный аппарат;
3) показ, демонстрация (фильма и т. п.);προβολή φωτεινών είκόνων — показ диафильмов
-
16 πυροδοτικός
η, ό[ν] запальный;πυροδοτικό μηχάνημα — запал
-
17 σκοπευτικός
-
18 στερεοτυπικός
η, ό[ν] полигр, стереотипный, относящийся к стереотипии, стереотипу;στερεοτυπικόν μηχάνημα — стереотипная машина;
στερεοτυπική πλάξ — стереотип
-
19 ωτακουστικός
η, ό[ν]1) слуховой; 2) акустический;ωτακουστικό μηχάνημα — аппарпт для подслушивания
См. также в других словарях:
μηχάνημα — machine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχάνημα — το (ΑΜ μηχάνημα, Μ και μηχάνημαν) [μηχανώμαι] 1. σύνθετη μηχανή η οποία έχει ειδικό προορισμό 2. μτφ. ευφυής επινόηση, τέχνασμα, κόλπο, δολοπλοκία νεοελλ. φρ. α) «μηχάνημα προβολής» τεχνολ. συσκευή προβολής εικόνων σε οθόνη β) «μηχανήματα έργων»… … Dictionary of Greek
μηχάνημα — το 1. σύνθετη μηχανή για ειδικές εργασίες: Αγροτικά μηχανήματα. 2. μτφ., κόλπο, πονηριά, τέχνασμα: Στήνει μηχανήματα για να αποσπά περισσότερα χρήματα από τους πελάτες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… … Dictionary of Greek
εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
αναπίεσμα — Μηχάνημα στο αρχαίο ελληνικό θέατρο με το οποίο ανέβαιναν από τα υποσκήνια στη σκηνή οι ηθοποιοί που παρίσταναν ζωντανά πρόσωπα, ανάλογο με τους σημερινούς καθέκτες (τραμπουκέτα).Ιδιαίτερα το χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί που υποδύονταν… … Dictionary of Greek
ανεμιστήρας — Μηχάνημα που χρησιμεύει για την ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους ή για τη δημιουργία ρεύματος αέρα (εξαερισμός κτιρίων και ορυχείων, τροφοδοσία με αέρα και απομάκρυνση των αερίων καύσης από λέβητες και κάμινους, ψύξη τμημάτων μηχανών, ψύξη… … Dictionary of Greek
κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… … Dictionary of Greek
πολύγραφος — Μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την εκτύπωση επιστολών, εγκυκλίων κλπ. σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το κείμενο γράφεται στη γραφομηχανή, χωρίς ταινία, πάνω σε μια μεμβράνη από λεπτότατο χαρτί, εμποτισμένη με ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
μηχάνημ' — μηχάνημα , μηχάνημα machine neut nom/voc/acc sg μηχάνημαι , μηχανάομαι make by art pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γκιλοτίνα — Μηχάνημα αποκεφαλισμού. Υιοθετήθηκε επίσημα στα τέλη του 18ου αι., κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Εφευρέτης της ήταν ο Γάλλος γιατρός Γκιγιοτέν. Βλ. λ. Γκιγιοτέν, Ζοζέφ Ιγκνάς. Ο αποκεφαλισμός του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ στην γκιλοτίνα, σε… … Dictionary of Greek